-
1 σημαία
η прям., перен. знамя, флаг;υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία — поднимать (спускать) флаг;
. υψώνω τη σημαία της πάλης — поднимать знамя борьбы;
υψώνω τη σημαία της ανταρσίας — поднимать бунт, мятеж;
καλούμαι υπό τάς σημαίας — быть призванным под знамёна, быть мобилизованным;
υπηρετώ υπό τάς σημαίας — быть солдатом;
τάσσομαι υπό την σημαίαν κόμματος — примыкать к партии; — вступать в ряды партии;
κάτω από τη σημαία ( — или υπό την σημαίαν) τού σοσιαλισμού — под знаменем социализма
См. также в других словарях:
πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… … Dictionary of Greek
Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… … Dictionary of Greek